υφολογία

υφολογία
η, Ν
(γλωοσ.) α) (με γενική σημ.) κλάδος τής γλωσσολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης κάθε είδος συγχρονικής ποικιλίας στη γλώσσα, εκτός από τις ποικιλίες που θα μπορούσαν να αποδοθούν σε διαφορές τοπικών διαλέκτων
β) (με στενή σημ.) κλάδος τής γλωσσολογίας που, βασιζόμενος στις σύγχρονες μεθοδολογικές και θεωρητικές αρχές της, έχει ως αντικείμενο την ανάλυση τών λογοτεχνικών κειμένων, με σκοπό να αναγνωρίσει σε ένα κείμενο τα χαρακτηριστικά εκείνα που τού προσδίδουν την ατομική του σφραγίδα και τό χαρακτηρίζουν ως έργο ενός συγκεκριμένου συγγραφέα, καθώς και τα γλωσσικά χαρακτηριστικά τού κειμένου τα οποία δημιουργούν ορισμένη αισθητική αντίδραση στον αναγνώστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., ως όρος τής γλωσσολογίας, αποτελεί απόδοση στη Νεοελληνική τού αγγλ. stylistics (< style «ύφος»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • στυλιστικός — και στιλιστικός, ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στυλ 2. το θηλ. ως ουσ. η στυλιστική η υφολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. stylistic (βλ. και λ. στυλ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”