- υφολογία
- η, Ν(γλωοσ.) α) (με γενική σημ.) κλάδος τής γλωσσολογίας που έχει ως αντικείμενο μελέτης κάθε είδος συγχρονικής ποικιλίας στη γλώσσα, εκτός από τις ποικιλίες που θα μπορούσαν να αποδοθούν σε διαφορές τοπικών διαλέκτωνβ) (με στενή σημ.) κλάδος τής γλωσσολογίας που, βασιζόμενος στις σύγχρονες μεθοδολογικές και θεωρητικές αρχές της, έχει ως αντικείμενο την ανάλυση τών λογοτεχνικών κειμένων, με σκοπό να αναγνωρίσει σε ένα κείμενο τα χαρακτηριστικά εκείνα που τού προσδίδουν την ατομική του σφραγίδα και τό χαρακτηρίζουν ως έργο ενός συγκεκριμένου συγγραφέα, καθώς και τα γλωσσικά χαρακτηριστικά τού κειμένου τα οποία δημιουργούν ορισμένη αισθητική αντίδραση στον αναγνώστη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., ως όρος τής γλωσσολογίας, αποτελεί απόδοση στη Νεοελληνική τού αγγλ. stylistics (< style «ύφος»)].
Dictionary of Greek. 2013.